- προοικειόομαι
- προοικ-ειόομαι, [voice] Med.,A make friendly, win over beforehand, prob. in D.H.5.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προοικειωθείσης — προοικειόομαι make friendly aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοικειωσαμένους — προοικειόομαι make friendly aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοικειωσάμενος — προοικειόομαι make friendly aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοικειώσηται — προοικειόομαι make friendly aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)